- κλιμακίς
- κλιμακίςsmall ladderfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιμακίδα — κλιμακίς small ladder fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδας — κλιμακίς small ladder fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδες — κλιμακίς small ladder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδι — κλιμακίς small ladder fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδος — κλιμακίς small ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek